πλήττω

πλήττω
και πλήσσω ΝΜΑ
καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι
νεοελλ.
1. τραυματίζω, πληγώνω
2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι
3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ
4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά»)
αρχ.
1. (για τον Δία) χτυπώ, προσβάλλω με κεραυνό
2. σηκώνω, εγείρω («κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων» — σκόνη σήκωναν στον αέρα τα πόδια τών αλόγων, Ομ. Ιλ.)
3. (σχετικά με νόμισμα) χαράζω, κόβω
4. (για κρασί) επιφέρω ζάλη, βαράω στο κεφάλι
5. (για σεισμό) διασείω, κουνώ, συγκλονίζω
6. μτφ. (σχετικά με ξαφνικές ή ζωηρές συγκινήσεις) στερώ από κάποιον το λογικό του, φέρνω σε παραφροσύνη
7. παθ. πλήττομαι και πλήσσομαι
α) ηττώμαι, νικιέμαι
β) προσβάλλομαι από δυστυχία, δυστυχώ
γ) προσβάλλομαι από αρρώστια, αρρωσταίνω
δ) καταλαμβάνομαι από δυνατό συναίσθημα, ὁπως λ.χ. από πόθο, από έρωτα
ε) δωροδοκούμαι, δελεάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλήσσω / πλήττω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας plā-k-/plā-g- (< *pleә2-) «χτυπώ», η οποία απαντά και με άηχη ουρανική παρέκταση -κ- και με ηχηρή -γ- (για την εναλλαγή αυτή πρβλ. πήγνυμι). Ο ενεστ. πλήσσω (< *plā-k-jo) έχει σχηματιστεί από θ. με παρέκταση -κ- και μπορεί να συνδεθεί με αντίστοιχο σλαβ. ρ. με σημ. «μεμψιμοιρώ, γογγύζω», δηλ. «χτυπώ το στήθος μου από λύπη» (πρβλ. αρχ. σλαβ. plačo se) καθώς και με λιθουαν. plokis «χτύπημα». Στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας με ηχηρό ουρανικό –γ- ανάγονται οι τ.: πληγή / πλᾱγᾱ, μέλλ. πληγ-ήσομαι, παρακμ. πέ-πληγ-μαι, ενώ τη συνεσταλμένη βαθμίδα plă- / ple2-g εμφανίζουν ο παθ. μέλλ. και ο αόρ. β' πλᾰγ-ήσομαι, -πλᾰγ-ην και το ρήμα πλάζω* (< *πλᾰ-γ-γ-jο). Η ρίζα τού ρ. πλήσσω (pleә2-) θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τη ρίζα pelā / peә2- / plā- «ευρύς, απλώνω» (πρβλ. πλάξ, πλάγιος κ.λπ.), αν θεωρηθεί ότι η σημ. «απλώνω» μπορεί να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «χτυπώ κάτι ώστε να απλωθεί, να γίνει πλατύ». Στην ίδια οικογένεια με το πλήσσω / πλήττω ανήκουν και τα νεώτερα: γερμ. plagen «βασανίζω», fluchen «καταριέμαι», γαλλ. se plaindre «οικτίρω, θρηνώ», αγγλ. plague «βασανίζω» (βλ. και λ. πλάζω). Στη Νέα Ελληνική το ρ. πλήττω χρησιμοποιήθηκε, επίσης, με σημ. «αισθάνομαι ανία, βαριέμαι» (πρβλ. πληκτικός, πλήξη) ακολουθώντας ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη με αυτήν τού συνώνυμου ρ. βαρώ (πρβλ. βαριέμαι, βαρετός).
ΠΑΡ. πληγή, πλήγμα, πληκτικός, πλήκτρο(ν), πλήξη(-ις)
αρχ.
πληγμός, πληκτήρ, πλήκτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκπλήσσω(-ττω), επιπλήττω, καταπλήσσω(-ττω)
αρχ.
αντεκπλήσσω, αντικαταπλήσσω, αντιπλήσσω, αποπλήττω, διαπλήσσω, εμπλήττω, παραπλήττω, προεκπλήσσω, προεπιπλήσσω, προκαταπλήσσω, προπλήσσω, προσεπιπλήττω, προσκαταπλήσσω, προσπλήττω, συνεκπλήττω, υπερεκπλήσσω, υποπλήττω
νεοελλ.
αντεπιπλήττω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλήττω — πλήττω, έπληξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλήττω — πλήσσω struck with terror pres subj act 1st sg (attic) πλήσσω struck with terror pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • πέλας — Α επίρρ. 1. κοντά, πλησίον («ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο», Ομ. Οδ.) 2. (ως ουσ. αρσ. πληθ.) οἱ πέλας α) οι γείτονες β) οι όμοιοι 3. φρ. «τὰ τῶν πέλας κακά» οι ξένες δυστυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πέλăς ανάγεται σε δισύλλαβη ρίζα *pelā / pelә2… …   Dictionary of Greek

  • πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”